Ιατρική και ναζισμός.

.Το πρώτο μέρος του παρακάτω κειμένου συντάχθηκε από τον “κοινωνικό χώρο για την υγεία” με αφορμή το ντοκιμαντέρ “Οι γιατροί του 3ου Ράιχ” που πρόβαλε το Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012 (εδώ μπορείτε να δείτε την αφίσα). Το δεύτερο μέρος αποτελεί μία καταγραφή των βασικών σημείων που κατατέθηκαν στη συζήτηση που ακολούθησε μετά την προβολή.

.

Μέρος Α’:

Η σχέση ιατρικής, φαρμακοβιομηχανιών και ναζισμού έμεινε για πολλά χρόνια ένα καλά κρυμμένο μυστικό, μια κουβέντα η οποία δεν έπρεπε να γίνει. Παρόλο που μετά τη δίκη της Νυρεμβέργης ακολούθησαν διάφορες μικρότερες δίκες όπου γιατροί και στελέχη φαρμακοβιομηχανιών δικάστηκαν (και στην πλειοψηφία τους καταδικάστηκαν σε μικρές ποινές) η σχέση Επιστήμης και Φασισμού και δη της ολοκληρωτικότερης μορφής αυτού του Ναζισμού αποτέλεσε ένα ‘δύσκολο’ θέμα. Στο όνομα της Επιστήμης έγιναν τα πιο απάνθρωπα εγκλήματα, εγκλήματα τα οποία για να είμαστε ειλικρινείς δεν αφορούν μόνο το ναζισμό αλλά όπως θα αναφερθεί και παρακάτω και τις κατ όνομα δημοκρατίες της Δύσης. Η ‘δυσκολία’ έγκειται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι σε κάθε επιστημονική δραστηριότητα δεν αναγνωρίζεται το ιδεολογικό φορτίο που αυτή φέρνει, μια υποχρέωση που τα χρόνια που ακολούθησαν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ξεχάστηκε σκόπιμα αλλά και ακούσια μιας και στο όνομα της νέας εποχής που ανοιγόταν, τα εγκλήματα, αφού δικάστηκαν, μπήκαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και επιλέχθηκε η πολιτική της λήθης. Μια πολιτική που ευνόησε να ξεχαστεί, αυτό που Μάνος Χατζιδάκις περιέγραφε ως η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του (1). Και οι συγκυρίες πολιτικές και κοινωνικές είναι πλέον εδώ.

Η ιατρική αποτέλεσε τη δεκαετία του 30 ένα σημαντικό κορμό της ναζιστικής οργάνωσης καθώς τουλάχιστον το 1/3 των ιατρών ήταν οργανωμένοι στο ναζιστικό κόμμα και όχι απλοί ψηφοφόροι του.  Έτσι στις 30 Ιανουαρίου 1933, όταν ο Χίτλερ και το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του NSDAP ανέβηκαν στην εξουσία και ο κόσμος τους υποδέχθηκε με ζητωκραυγές ο γιατροί έθεσαν σε μεγάλο ποσοστό τις υπηρεσίες τους στο Φίρερ. «Με ειλικρινή ευχαρίστηση οι Γερμανοί γιατροί θέτουν εαυτόν εις την υπηρεσίαν της μεγάλης πατριωτικής προσπάθειας και υπόσχονται να υπηρετήσουν το καθήκον τους με πίστη ως λειτουργοί της εθνικής υγείας» (2). Και αυτό λάμβανε χώρα την εποχή που, όπως ανέφερε ένα δημοφιλές σλόγκαν της εποχής, «ο εθνικοσοσιαλισμός είναι εφαρμοσμένη βιολογία». Αυτός ο τρόπος σκέψης είχε ρίζες σε ιδεολογίες ρατσισμού και βιολογικού ντετερμινισμού που υπήρξαν δημοφιλείς τόσο στη Γερμανία όσο και διεθνώς. Σε όλη την ιστορία της τεράστιας κλίμακας εξόντωσης ομάδων συναντάμε την αλληλεξάρτηση των διαδικασιών αυτών με ψευδοεπιστημονικά επιχειρήματα περί γονιδιακής θεραπείας και τις θεωρίες του βιολογικού ντετερμινισμού.. 

Αρκετά χρόνια πριν όμως, στη Γερμανία αλλά και στις ΗΠΑ ένα ανερχόμενο ρεύμα ευγονικής είχε αρχίσει να αναπτύσσεται. Σύμφωνα με τον A. Viallard (3) το σημείο εκκίνησης θα πρέπει να αναζητηθεί στις θεωρίες περί ευγονικής που ήταν στη μόδα στις αρχές του αιώνα και που φιλοδοξούσαν ήδη να αντικαταστήσουν τη δαρβινική φυσική επιλογή με την επιλογή που θα οργανωνόταν από τον άνθρωπο. Η στείρωση αποτέλεσε το πρώτο ‘σχήμα επιλογής’ που εφάρμοσαν οι Ναζί ως εφαρμογή της ευγονικής με τους σχιζοφρενείς να αποτελούν τους πρώτους που έλαβαν τη ‘προληπτική θεραπεία’, όπως διατεινόταν ο ψυχίατρος Meyer- Gross κάτοχος της έδρας της ψυχιατρικής στη Heidelberg το 1933. Ήδη από τις προηγούμενες δεκαετίες κομμάτι της Γερμανικής επιστημονικής κοινότητας γλυκοκοίταζε προς τη Δύση και τα επιτεύγματα των ΗΠΑ στην καταγραφή και την διαχείριση των εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών. Το Ellis Island αποτέλεσε το πρώτο πεδίο ξεκαθαρίσματος των ‘υγιών’, ‘καθαρών’ μεταναστών από τα ‘απορρίμματα’ που έπρεπε να επιστρέψουν πίσω στις πατρίδες τους. Σημειωτέον ότι έλληνες και ιταλοί, σε αντίθεση με τους βοριοευρωπαίους,  καταγράφονταν ως ‘μη λευκοί’, χαρακτηρισμός που απευθυνόταν όχι στο χρώμα του δέρματος αλλά στην κοινωνική τάξη και αντίληψη περί αυτής.

Κι ενώ τα προγράμματα στείρωσης ήταν ήδη γνωστά στις ΗΠΑ και η κληρονομικότητα και η μελέτη των γενεαλογικών δέντρων στην αναζήτηση ‘προβληματικών γονίδιων’ μια προσφιλής ενασχόληση για το μέσο αμερικανό πολίτη στη Γερμανία υπό την επικράτηση της μεθοδικά οργανωμένης από τους Ναζί γραφειοκρατίας, το πρόγραμμα στείρωσης των Γερμανών πήρε μια πρωτοφανή έκταση. Εκτιμάται ότι ο αριθμός των Γερμανών που στειρωθήκαν κυμαίνεται στις 200 με 300 χιλιάδες άτομα(3,4). Μεταξύ των σημαντικότερων ζηλωτών του προγράμματος στείρωσης και ο  ψυχίατρος Ernst Rüdin, μαθητής του Kraepelin, σημαντικού ψυχιάτρου της εποχής και συν-ιδρυτής της «Γερμανικής Εταιρείας Φυλετικής Υγιεινής» (3). Παράλληλα στην Ιταλία, όπου ο Μουσολίνι έχει ήδη την εξουσία από το 1922, ο πατέρας του νόμου για τα ‘Ψυχιατρεία και τους Φρενοβλαβείς’, η εθνική ιταλική δόξα Leonardo Bianchi αναρωτιέται στα 1929: «Αλλά πόσοι είναι ακόμα οι τρελοί που δε νοσηλεύονται, πόσοι οι ηλίθιοι, οι επιληπτικοί, οι εγκληματίες, οι αδύναμοι στο πνεύμα, οι βαρείς νευρασθενικοί, οι μορφινομανείς και οι κοκαϊνομανείς, οι επιπόλαιοι άνθρωποι και οι ασήμαντοι, οι οποίοι φέρνουν το πνεύμα του κακού, που είναι αρνητισμός μέσα στις οικογένειες και μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον; Και πόσοι είναι οι ανώμαλοι χαρακτήρες, που αντιπροσωπεύουν αρχικές μορφές του ανθρώπινου εκφυλισμού;» (4)

Εάν η στείρωση υπήρξε το πρώτο μέτρο ‘ευγονικής που πάρθηκε από το ναζιστικό καθεστώς, η ευθανασία αποτέλεσε το αμέσως επόμενο, μέτρο που δεν ήταν αποδεκτό, σε αντίθεση με ην ευθανασία στον υπόλοιπο κόσμο. Από το 1895,ένα βιβλίο του Adolf Jos, “Το δικαίωμα στο Θάνατο», συνιστούσε την ιατρική εκκαθάριση εκείνων που πρόβαλλαν σαν αίτημα την ευθανασία αλλά επίσης, και στο όνομα της υγείας του λαού, όλων εκείνων που το κράτος θα θεωρούσε χρήσιμο: των ‘αδειών ανθρώπινων λοβών των οποίων η ύπαρξη είναι ένα νεκρό σημείο’ δηλαδή όλων εκείνων που είναι σε μια κατάσταση ‘ψυχικού θανάτου’ όλων αυτών που σύμφωνα ψυχίατρο Alfred Hoche, καθηγητή ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Fribourg, ζουν μια ζωή ανάξια να τη ζει κανείς (4). Ο Hoche μαζί με τον καθηγητή Kare Binding καθηγητή Δικαίου του πανεπιστημίου της Λειψίας συγγράψανε γύρω στα 1920 το βιβλίο «Η Νομιμοποίηση της εκμηδένισης μιας ζωής που είναι ανάξια να ζει κανείς», το οποίο αποτέλεσε και τη Βίβλο των οπαδών της ευθανασίας, βασικό ιδεολογικό  υπόβαθρο των μετέπειτα πρακτικών που εφαρμόστηκαν αρχικά σε ψυχασθενείς και στη συνέχεια και σε άλλες ευάλωτες κοινωνικά ομάδες με αποκορύφωμα τη μαζική εξόντωση των Εβραίων. Σύμφωνα με τον A. Viallard ο Υπουργός Υγείας της Βαυαρίας, καθηγητής Schultz, διακήρυττε ότι η στείρωση δεν αρκεί και ότι η εξολόθρευση των καλοήθων ψυχασθενών και των εγκληματιών που υποτροπίασαν ήταν απαραίτητη ‘εξολόθρευση’ για την οποία τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αντιπροσώπευαν μια κάποια αρχή. Από το 1934 και μετά η προπαγάνδα βάζει τα δυνατά της προοδευτικά για να αφυπνίσει τη σκέψη ότι μια κατάχρηση φροντίδας σε ορισμένα άτομα αποτελούσε μια τερατώδη παραβίαση του νόμου της φυσικής επιλογής και το να απαλλάξει κανείς κάποιον από τη ζωή με ανθρωπιστικές μεθόδους θα ήταν ίσως η πιο ενδεδειγμένη λύση. Εξάλλου ο ίδιος ο Hochε επέμενε ότι η πολιτική της ευθανασίας ήταν βαθύτατα πολιτική και σε πλήρη αρμονία με την ηθική της ιατρικής (4,5).

Η όλη διαδικασία της εξόντωσης βασίστηκε σε ένα τεράστιο γραφειοκρατικό μηχανισμό στον οποίων συμμετείχαν ή έλαβαν γνώση εκατοντάδες  χιλιάδες κόσμου. Αρχικά το πρόγραμμα εξόντωσης εκείνων που η ιατρική είχε, σύμφωνα με το Χίτλερ, αφήσει καταχρηστικά να διαφύγουν την ανέλαβαν γιατροί που χαρακτηρίζονταν από φανατική προσήλωση στο ναζιστικό κόμμα, όπως ο γιατρός των SS Grawitz, o ψυχίατρος Mennecke, ο παιδοψυχίατρος Pfannmüller, ο οφθαλμίατρος Unger αλλά και μια πλειάδα καθηγητών ψυχιατρικής. Ήδη από το τα τέλη του 1939 το πρόγραμμα ευθανασία παιδιών μπήκε σε εφαρμογή με πρώτα θύματα 5000 και κορυφώθηκε με το καταίσχυντο πρόγραμμα T4 που αφορούσε τους ενήλικες. Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω το ναζιστικό καθεστώς είχε ήδη έναν γραφειοκρατικό σκελετό που επέτρεπε την άμεση κατηγοριοποίηση των ασθενών με την καταγραφή τεσσάρων κατηγοριών: εκείνων που έπασχαν από παθήσεις που τους καθιστούσαν ανίκανους προς εργασία, εκείνων που  είχαν μείνει πάνω από πέντε χρόνια χωρία διακοπή σε ίδρυμα, των ψυχασθενών που κρατούνταν και των ασθενών ο οποίοι δεν ήταν από γερμανικό αίμα (3,5).

Πολλά ζητήματα εγείρονται σε σχέση με την ευθύνη των συμμετεχόντων στην καταγραφή και τη διαχείριση των πληθυσμών αυτών. Ένας εξέχων βερολινέζος γιατρός , που διατέλεσε και πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου του Βερολίνου, παρατήρησε ότι δεν «υπήρξε καμιά οργανωμένη αντίσταση των γιατρών στη εξολόθρευση των ασθενών και των αναπήρων. Θα προσθέταμε δε ότι υπήρξε αντίθετα δημόσια αναγνώριση από πολλούς ψυχίατρους που δε δολοφόνησαν αλλά έφτιαξαν τις λίστες των υποψηφίων για τους «θαλάμους αερίων» ή για τις ενέσεις σκοπολαμίνης». Αξίζει να αναφερθούμε  στα λόγια του διευθυντή του νοσοκομείου του Kaufbeuren λέξη προς λέξη (5): «Η ευθανασία των ψυχασθενών έγινε με βάση ένα διάταγμα του Führer. Το διάταγμα αυτό δεν αποτελούσε μόνο ένα καταναγκαστικό δεδομένο αλλά ήταν επιπλέον ένα υποχρεωτικό καθήκον. Το διάταγμα είχε ισχύ νόμου. Κατά τη διάρκεια σαβανωτριών χρόνων υπήρξα δημόσιος υπάλληλος και ως τέτοιος έπρεπε να υποτάσσομαι στους νόμους και τους ισχύοντες κανόνες. Ενεργούσα με καλή πίστη και μέσα στην απόλυτη πεποίθηση ότι εκτελούσα το χρέος μου για την εφαρμογή του Νόμου και της Δικαιοσύνης. Ξέρω ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα αμφισβητούμενο. Αλλά ποιο πρόβλημα που αφορά την ύπαρξη δεν αμφισβητείται; Σε κάθε περίπτωση, ό,τι έκανα δεν το έκανα με την  πρόθεση να διαπράξω ένα έγκλημα, εντελώς το αντίθετο. Το έκανα σίγουρος με τη συνείδησή μου, ότι ενεργούσα με ευσπλαχνία προς τα δυστυχισμένα πλάσματα, με πρόθεση να τα λυτρώσω από τη δυστυχία τους, μια δυστυχία για την οποία δεν υπήρχε σωτηρία με τα μέσα που γνωρίζουμε σήμερα κι αυτό με συναίσθηση ότι ενεργούσα με όλους τους ενδοιασμούς και τη συνείδησης η ενός γιατρού. Μόνο αυτός που σ’ όλη τη διάρκεια μιας ιατρικής καριέρας αφιερωμένης στη φροντίδα των ψυχιατρικά ασθενών, μόνο αυτός που έχει γνωρίσει τον αποτροπιασμό αυτής της κατάπτωσης στην κλίμακα του ζώου, σ’ εκατοντάδες εκατοντάδων περιπτώσεων, μόνο αυτός λοιπόν  είναι σε θέση να καταλάβει ότι η εφαρμογή της ευθανασίας δεν είναι αντίθετη προς το αξίωμα της ανθρωπότητας, το αντίθετο μάλιστα.»

Μιλώντας για τα παραπάνω δεν μπορεί να μην αναφερθεί κανείς και στο ρόλο των φαρμακοβιομηχανιών, επιχειρήσεις που συνέπλευσαν με το ναζιστικό καθεστώς σε πολλά επίπεδα. Είναι γνωστός ο ρόλος και η συνεργασία της IG Farben (6,7) με το ναζιστικό καθεστώς. Αποτελώντας την αντίδραση της Γερμανίας στην ήττα της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η IG Farben ιδρύθηκε σαν ένα καρτέλ της χημικής βιομηχανίας που είχε σχεδόν το μονοπώλιο της χημικής παραγωγής στη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής του παρασιτοκτόνου Zyklon B που χρησιμοποιήθηκε για την εξόντωση στους θαλάμους των αερίων. Η IG Farben ιδρύθηκε το 1931 ως κοινοπραξία των πιο μεγάλων γερμανικών εταιρειών, όπως η Bayer, η Hoechst, η Brain, η Basf και είχε έδρα τη Φραγκφούρτη   (7) και αποτέλεσε έναν από τους κύριους χρηματοδότες του Χίτλερ. Τα κέρδη του συγκροτήματος προέρχονταν από την πώληση καυσίμων για αεροπλάνα και στις δύο πλευρές των εμπολέμων, από τη βιομηχανοποίηση της μαζικής εξόντωσης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, από τη μαζική χρησιμοποίηση, για να εργαστούν ως σκλάβοι, αιχμαλώτων πολέμου και «εχθρών του λαού» και από την αρπαγή των πόρων του εχθρού στις καταχτημένες περιοχές. Εκατοντάδες χιλιάδες κρατουμένων εργάστηκαν σε συνθήκες που συνιστούσαν μια εναλλακτική μορφή εξόντωσης σε βιομηχανίες που πολύ συχνά χτίστηκαν δίπλα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως στην περίπτωση του Auschwitz. Στη διάρκεια δε του σχεδιασμού της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία και στην Πολωνία η IG Farben συνεργάστηκε στενά με τους ναζί αξιωματούχους δίνοντας οδηγίες ποια από τα χημικά εργοστάσια των χωρών που επρόκειτο να κατακτηθούν, θα  έπρεπε να διασωθούν και να παραδοθούν σ΄ αυτήν (7). Στο Μαουτχάουζεν ο Ι. Καμπανέλης αναφέρεται σε μια από τις φαρμακοβιομηχανίες της εποχής να παραπονείται για το κόστος των γυναικών στις οποίες έκαναν πειράματα:

«Μας στείλανε τόσες γυναίκες, κάναμε πειράματα, πέθαναν όλες. Θέλουμε μερικές εκατοντάδες ακόμη αλλά τη τιμή τη βρίσκουμε υπερβολική. Επρόκειτο για μια αύξηση κατά μερικά πφένιχ, μερικές πενταροδεκάρες. Η τιμή του κάθε ατόμου δεν ξεπερνούσε την τιμή των δύο δεκάδων δραχμών» (8)

Η σύμπλευση λοιπόν ιατρικής και φασισμού με τη χρηματοδότηση και τη συνεργασία φαρμακευτικών εταιρειών έλαβε τις πιο αποτρόπαιες μορφές της στην περίπτωση των πειραμάτων. Έχουν έρθει στο φως περίπου 30 «ερευνητικά προγράμματα». Μια από τις πιο προσφιλείς μεθόδους έρευνας του Μενκελε ήταν να αφήνουν χωρίς οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση τους αρρώστους, ώστε να παρακολουθούν τη φυσική εξέλιξη των νοσημάτων (9). Σύνηθες αντικείμενο ήταν τα διάφορα λοιμώδη και μεταδοτικά νοσήματα. Μπορούσαν έτσι να προσδιορίζουν το χρόνο επώασης των νοσημάτων, τη διάρκεια των σταδίων, τις εκδηλώσεις από τα διάφορα όργανα και συστήματα , το χρόνο επώασης, τα ποσοστά θνησιμότητας, τα ποσοστά αυτόματης θεραπείας κ.α. (1)   Σύμφωνα με το κατηγορητήριο της δίκης της Νυρεμβέργης (10) αντικείμενα ιδιαίτερου ‘ερευνητικού’ ενδιαφέροντος των ‘άριων’ γιατρών ήταν εκτός από τη στειρότητα, η παρθενογένεση και η τεχνητή γονιμοποίηση (2,3,9,10,13). Στο Auschwitz υπό τη διεύθυνση του Eduard Wirths διεξήχθησαν πειράματα, τα οποία στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να χαρακτηρισθούν ως βασανιστήρια, σε τουλάχιστον 1500 δίδυμους και περιλαμβάνανε από ενδοφθάλμιες ενέσεις για την αλλαγή του χρώματος των ματιών μέχρι συρραφή διδύμων μαζί (10,11,13). Σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης διεξήχθησαν πειράματα σε σχέση με την ελονοσία και την έκθεση σε χαμηλή πίεση και υψηλά υψόμετρα (Dachau), την έκθεση και θεραπεία σε αέρια μουστάρδας, την έκθεση σε βακτήρια και τη θεραπεία με σουλφοναμίδη (Ravensbrück) και σε άλλα δηλητήρια (Buchenwald) (10,11,12,13). Σε κάθε περίπτωση οι λεπτομέρειες των πειραμάτων προκαλούν αποτροπιασμό και οι συντριπτική πλειοψηφία είτε πέθαινε με φρικτούς πόνους είτε εκτελούνταν στη συνέχεια. Εννοείται ότι πολλά από αυτά τα πειράματα υιοθετήθηκαν από τις νικήτριες δυνάμεις και πολλοί επιστήμονες των ναζί εργάστηκαν για λογαριασμό τους. Επί του παρόντος θα περιοριστούμε σε μια και μόνο περιγραφή (9), αυτή της Ελεονόρας Κοέν, από το περιώνυμο μπλοκ 10 του Ινστιτούτου Υγείας και όπλων S.S την οποία βρήκε να ζει στη Θεσσαλονίκη ο δημοσιογράφος Μιχάλης Δημητρίου, στον οποίο κι έδωσε την πολύτιμη μαρτυρία της:

«Μια μέρα διάλεξαν ορισμένες από εμάς και μας πήγαν πορεία στο Μπιργκενάου. Συνοδοί μας ναζίστριες με περίστροφα μπρος-πίσω, κάτι αγριόσκυλα. Μας εξέτασε ένας γιατρός και μας γύμνωσαν για να περάσουμε , λέει, από ακτίνες. Μας έβαλαν σ’ ένα μηχάνημα που ήταν σαν πρέσα. Με δυο ξύλα μπρος και πίσω, με τα οποία μας συμπίεσαν πολύ στην κοιλιά. Ήταν ζεστά. Μείναμε η καθεμιά αρκετά λεπτά στο μηχάνημα και μόλις μας έβγαλαν αρχίσαμε τους εμετούς. Μας ξαναπήραν πίσω σε κακά χάλια. Αρχίσαμε να έχουμε ένα κάψιμο στην κοιλιά και σταμάτησε η περίοδος. Αργότερα μάθαμε ότι μας είχαν καταστρέψει τα ωάρια ίσως και τις σάλπιγγες. Βγάλαμε όλες σπυριά στο σώμα και κάτι λευκά σημάδια στο δέρμα, που τα είχα μέχρι πριν από χρόνια.

Όσο μαθαίναμε τι μας έκανα εδώ,, τόσο τρέμαμε. Οι ναζί μας καθησύχασαν ότι πάντως δε θα έχουμε επιλογή και φόβο για το κρεματόριο. Κάτι ήταν και αυτό. Μείναμε περίπου τρεις μήνες σαν καραντίνα, σαν ανάπαυση και όλο μας πήγαιναν για γυναικολογικές εξετάσεις. Μας κοιτούσαν στα γυναικολογικά, μας έδιναν να πιούμε εκείνο και τα’ άλλο. Εμείς ούτε θάρρος να ρωτήσουμε το παραμικρό. Τα ονόματα των γιατρών ήταν Κλαόυμπερν και Σούμαν με επικεφαλής τον Μενγκελε. Ήταν μάλιστα και ορισμένοι βοηθοί , Εβραίοι γιατροί, που γρήγορα τους ξεπάστρεψαν. Μάθαμε εκεί ότι τα πειράματα που κάνουν στην ομάδα μας για γυναικολογικά θέματα τα έκαναν και σε άλλες με άλλους τρόπους. Με ενέσεις, με εγχειρήσεις κ.τ.λ. Μια μέρα με πήγαν χειρουργείο. Μου έκαναν μια ένεση στη σπονδυλική στήλη και ναρκώθηκε το κάτω μέρος της μέσης. Άκουγα και καταλάβαινε τα πάντα. Μιλιά όμως καμιά. Μου αφαίρεσαν όπως έμαθα, σάλπιγγες και μήτρα. Τα ήθελαν να κάνουν πειράματα. Με πήγαν κατόπιν σε σ ένα μεγάλο θάλαμο του νοσοκομείου. Αρχίσαμε όλες τα κλάματα. Ότι δε θα μπορούσαμε να κάνουμε ποτέ οικογένεια, να κάνουμε παιδί δικό μας. Παρηγορούμασταν με τη σκέψη ότι σε άλλες κάνανε χειρότερα. Τεχνητές εγκυμοσύνες, μεταμοσχεύσεις γεννητικών οργάνων, ενέσεις φενόλ στην καρδιά και τόσα άλλα…..»

Κλείνοντας την παρουσίαση αυτή είναι σημαντικό να επισημάνουμε μερικά σημαντικά στοιχεία. Καταχήν είναι γεγονός πως η θηριωδίες του ναζισμού δεν αποτελούν ‘προνόμιο’ του χιτλερικού καθεστώτος. Είναι χαρακτηριστικό πως τη διετία 1946-48, κι ενώ στη Νυρεμβέργη διεξαγόταν η περίφημη «Δίκη των γιατρών» που οδήγησε στην κρεμάλα εφτά από τους ναζί γιατρούς κι άλλους δεκαέξι στα κελιά στη Γουατεμάλα, αμερικανοί γιατροί μετέτρεψαν ανθρώπους σε πειραματόζωα, μολύνοντάς τους με αφροδίσια νοσήματα για να δοκιμάσουν μετά πάνω τους τη δράση της πενικιλίνης. Όλοι οι εμπλεκόμενοι ήταν έμμισθοι υπάλληλοι της υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας των ΗΠΑ και ‘εργάζονταν’ με την κυβερνητική συγκατάθεση και των δύο χωρών. Ούτε προέκυψε κάποια καινούρια διεθνής Συνθήκη ή κάτι παρόμοιο, εκτός από μια επίσημη αμερικανική «συγνώμη» προς το λαό της Γουατεμάλας, που ήρθε 62 χρόνια μετά (14). Αλλά και στο εσωτερικό των ΗΠΑ κατά το διαβόητο «πείραμα του Τασκέτζιι» εκατοντάδες φτωχοί Αφρο-αμερικανοί, μολυσμένοι με σύφιλη τέθηκαν υπό παρακολούθηση αλλά χωρίς ιατρική περίθαλψη στο διάστημα 1932-1972, και στη συνέχεια στη «μελέτη του Τερ-Οτ», κατά την οποία δεκάδες «εθελοντές» από τις φυλακές του Τερ-Οτ στην Ιντιάνα μολύνθηκαν με βλεννόρροια. Όσο για την επιλογή της Γουατεμάλας δεν ήταν συμπτωματική. Σύμφωνα με την έκθεση της Susan Reverby (14,15), καθηγήτριας του Wellesley College , η Γουατεμάλα αποτελούσε πολιτικό και ιατρικό παράδεισο για τέτοιου είδους ανηθικότητες. Το πολιτικό κατεστημένο βρισκόταν υπό την επιρροή της αμερικανικής United Fruit Company, ενώ η εθνική υπηρεσία Δημόσιας Υγείας δεν έφερνε αντιρρήσεις σε τίποτε προκειμένου να πάρει σε αντάλλαγμα τζάμπα φορτία φαρμάκων από τις ΗΠΑ. Επιπλέον, οι Μάγιας των υψιπέδων της Γουατεμάλας επεδείκνυαν σπάνια αντοχή στα αφροδίσια νοσήματα, γεγονός που έπρεπε να διερευνηθεί (7).

Επιπλέον δε, η υπεράσπιση των κατηγορουμένων  στη ‘Δίκη των γιατρών’ μπόρεσε να χρησιμοποιήσει στοιχεία που έδειχναν την τεχνητή μόλυνση 800 κρατουμένων σε αμερικανικές φυλακές με το μικρόβιο της ελονοσίας, καταδικασμένους σε θάνατο στην Τουρκία που μολύνθηκαν με το βακτηρίδιο του τύφου κλπ. (7) Από τα αναρίθμητα ακόμα παραδείγματα που έχουν γίνει γνωστά θα αναφερθούμε μόνο στις καταγγελίες για περιπτώσεις θανατοποινιτών στη Κίνα που δεν πυροβολούνται για να πεθάνουν αλλά για να τραυματιστούν αφού ο θάνατος θα επέλθει με την αφαίρεση των οργάνων τους για μεταμοσχεύσεις. Σύμφωνα με τους Βρετανούς χειρουργούς που έκαναν τη καταγγελία, οι ημερομηνίες εκτέλεσης των θανατοποινιτών επιλέγονται σε σχέση με τις ανάγκες των ασθενών που περιμένουν μοσχεύματα, μεταξύ των οποίων είναι πολλοί Δυτικοί. Πολλά νοσοκομεία κατηγορούνται επίσης ότι αφαιρούν παράνομα όργανα από τα θύματα των τροχαίων (16)

Ο κατάλογος είναι ατελείωτος, ένα πανηγύρι  του θανάτου, θυσίες στο βωμό της ‘ανάπτυξης της επιστήμης’, στην ανάδειξη του ιδανικού ανθρώπου, στο όνομα της καθαρότητας και της ‘εξέλιξης’. Άνθρωποι που υπακούουν μαζικά στις προσταγές μιας ανώτατης αρχής, μιας ιδέας που ξεπερνά την προσωπική στάση και έκφραση που κάτω από συγκεκριμένες συγκυρίες φέρνει το Κτήνος στην επιφάνεια. Οι συγκυρίες όμως είναι ήδη υπαρκτές και ο φασισμός παθητικός ή ενεργητικός, φωλιασμένος στις ψυχές ως φόβος και θυμός ή ανοικτά εκδηλωμένος ωε βία ρατσιστική δεν μπορεί να αποτελεί πλέον μόνο μια κουβέντα για το παρελθόν. Το θέμα προφανώς όχι μόνο δεν εξαντλείται στα παραπάνω αλλά ανοίγει μια μεγάλη κουβέντα για το σήμερα, μια κουβέντα που αφορά το τι θεωρείται σήμερα ‘περιττό’ και δυσίατο ή ανίατο, τι αποτελεί ατομική και τι συλλογική ευθύνη, την εκ νέου επικράτηση, με πιο μεταμοντέρνα μέσα τεχνικών λύσεων για την αντιμετώπιση των ‘δύσκολων περιστατικών’, το εν δυνάμει χειραγωγικό ρόλο της ‘ουδέτερης’ και ‘αντικειμενικής’ επιστήμης.

.

Αναφορές

1. Χατζιδάκις Μ., (1993) «Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι»στο πρόγραμμα αντιναζιστικής συναυλίας που είχε δώσει η Ορχήστρα των Χρωμάτων.

2. Paul C., Feyeraben C., Masters of Life and Death – Medicine in the Third Reich, documentary proiduced by Gruppe 5 Filmproduktion Gmbh Cologne for ZDF.

3. Villard A. Ψυχίατροι την περίοδο του ναζισμού Τετράδια ψυχιατρικής νο47, σελ 30-47.

4. Agostino Pirella, Χαριστικοί φόνοι και ναζιστική γενοκτονία Η ευθύνη των ψυχιάτρων Τετράδια ψυχιατρικής νο47, σελ 48-53.

5. Michael Von Cranach, Η ευθανασία στους ψυχασθενείς κατά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο στη Γερμανία Τετράδια ψυχιατρικής νο47, σελ. 54-60.

6. Περιοδικό TIME magazine CARTELS: I.G. Farben Comeback (July 07, 1952) (01/11/2012)

7. Ψυχιατρική, Φαρμακοβιομηχανίες, γενοκτονία- Από τη ναζιστική εποχή στο σήμερα στο http://www.psyspirosi.go/2009-02-22-18-34-08/342–n.html (Οι αναφορές γίνονται από το βιβλίο του Joseph Borkin, The Crime and Punishment of IG Farben, Andre Deutch Ltd, Free Press, London 1979, ISBN 0233 9712). 

8. Ρηγάτος Α. Γεράσιμος, Πειραματισμοί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο βιασμός της ιατρικής από το φασισμό, Τετράδια ψυχιατρικής νο47, σελ.  22-29.

9. Καμπανέλης Ι., Μαουτχάουζεν, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1965, σελ.15

10.The Doctors Trial: The Medical Case of the Subsequent Nuremberg Proceedings». United States Holocaust Memorial Museum. Retrieved 23 March 2008 (01/11/2012).

11. Black, Edwin (2004). War Against the Weak: Eugenics and America’s Campaign to Create a Master Race. United States: Thunder’s Mouth Press. ISBN 1-56858-258-7. Retrieved 14 April 2008.

12. Berenbaum, Michael (1993). The world must know: the history of the Holocaust as told in the United States Holocaust Memorial Museum. Boston: Little, Brown.

13. «Introduction to NMT Case 1: U.S.A. v. Karl Brandt et al.». Harvard Law Library, Nuremberg Trials Project: A Digital Document Collection (01/11/2012).

14. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 4 Σεπτεμβρίου 2011 (02/11/2012).

15. Physicians for Human Rights (02/11/2012)

16. BBC NEWS: last updated: September 27, 2006 (02/11/2012)

 .

Μέρος Β΄:

Παρά τη μεγάλη διάρκεια του ντοκιμαντέρ η κουβέντα που ακολούθησε και στην οποία συμμετείχαν γύρω στα 30 άτομα έθιξε πολλές πλευρές του ζητήματος. Παρακάτω καταγράφουμε κάποιες σκέψεις, όπως αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της ωριαίας περίπου συζήτησης. Δοκιμάσαμε συνοψίζοντας σε μια ενότητα τα πρακτικά της κουβέντας  να κρατήσουμε κατά το δυνατό τις φράσεις των ομιλητών και να παραθέσουμε τη  ροή της κουβέντας:

.

Μια πρώτη αντίδραση είχε να κάνει με τη δυσφορία που προκαλεί η το περιεχόμενο του ντοκιμαντέρ, το συγκινησιακό φορτίο (‘σου σφίγγεται το στομάχι’ με αυτά που παρουσιάζει) αλλά και, όπως συμπληρώθηκε, και με τις αναλογίες που υπάρχουν με το σήμερα, τόσο σε σχέση με την άνοδο των νεοναζί της Χρυσής Αυγής όσο και με την πειθήνια ή τουλάχιστον άκριτη σύνταξη των μαζών γύρω από ρητορικές μίσους και μισαλλοδοξίας.

Σε μια πιο πραγματιστική προσέγγιση εκτιμήθηκε πως με έναν τρόπο οι γιατροί έχουν αναγκαστεί να κάνουν επιλογές ζωής και θανάτου. Το παράδειγμα των μονάδων εντατικής νοσηλείας με τη διαλογή και τελικά την επιλογή για το ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει σε ένα ΕΣΥ διαλυμένο με ελάχιστα κρεβάτια σε νευραλγικά τμήματα είναι χαρακτηριστικό. Θίχθηκε επίσης το θέμα της ‘ιατρικής αλληλεγγύης’ όταν αυτή παίρνει τη μορφή ‘κόρακας, κοράκου μάτι δε βγάζει’: φακελάκι, χρηματισμός, συναλλαγή με φαρμακευτικές, προμήθειες κ.α. Είναι κοινά αποδεκτό πώς σε σημαντικό βαθμό επικρατούσε και επικρατεί , ίσως ακόμα πιο άγριο, ένα καθεστώς σιωπηρής αποδοχής και συνενοχής στη διαφθορά. Τα προβλήματα συχνά μπαίνουν κάτω από το χαλί στο όνομα μιας ιατρικής ‘αλληλεγγύης’ (εντούτοις σε άλλο επίπεδο αναγκαία.

Τα παραπάνω έφεραν το ερώτημα σε σχέση πώς διαμορφώνεται στο όνομα της συναδελφικότητας μια κοινή ιδεολογία. Πότε απουσιάζει η ανάληψη της προσωπικής ευθύνης , ποιες κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις το ευνοούν; Ακούστηκαν θέσεις για τη σχέση ανάμεσα στο ατομικό και το κοινωνικά αποδεκτό. Ζούμε την εποχή του κοινωνικού δαρβινισμού. Ο Δαρβίνος όμως είχε καταλάβει την ανάγκη της συμβίωσης. Ο άνθρωπος του Νεάντερνταλ αναδεικνύεται περισσότερο κοινωνικός και κοινοτικός από το Homo sapiens. Ας σκεφτούμε τους όρους περίθαλψης των αδύναμων μελών της κοινότητας τους.

Όταν η διαλεκτική αυτή σχέση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία απουσιάζει, σχολιάζει κάποιος, μπορούμε σε μερικές περιπτώσεις να μιλάμε πια για τη «θεολογία του Υπεράνθρωπου». Ο γιατρός γίνεται κύριος πάνω στη ζωή και το Θάνατο. Ο χειρουργός, προσθέτει κάποιος άλλος θα βλέπει άντερα και όπως ένας ιερέας έχει τη δυνατότητα να εξουσιάζει τα μυαλά μέσω της πίστης έτσι και ο ψυχίατρος θα ασκεί τη δικιά του εξουσία στο πεδίο των ανθρωπίνων σχέσεων ως ρυθμιστής της ‘φυσιολογικότητας’.

Τελικά ρωτάει κάποιος ποιος είναι ο υπέρτατος σκοπός της επιστήμης; Αποτελούν τελικά και οι επιστήμες ένα εν δυνάμει μέσο χειραγώγησης; Η επιστήμη πώς ελέγχεται; Έχει ίσως και από τη φύση της μια τάση αυτονόμησης. Δεν είναι πάντα απαραίτητο να δώσει κανείς λογαριασμό. Κάποιες αναπαραστάσεις με ωθούν στο να κάνω κάτι. Να αναρωτηθούμε κάτω από ποιες παραστάσεις ευνοούνται τέτοιες λογικές.

Κι αυτά έχουν να κάνουν παρατηρεί μια από τις συμμετέχουσες με καθεστώτα που χρησιμοποιούν τις εκάστοτε αρχές (εξουσίες) για να κατασκευάζουν υπηκόους. Ήταν μια πολιτική επιλογή η συνεργασία της οικονομικής ελίτ με το Χίτλερ. Από την άλλη ένα μεγάλο κομμάτι γιατρών των ναζί μετά το Β Παγκόσμιο πόλεμο βρήκε υποστήριξη και αναγνώριση στις ΗΠΑ. Αντίστοιχα έχουν εξάλλου συμβεί και άλλου και οφείλουμε να κρατάμε ανοικτά τα μάτια μας όχι μόνο στο παράδειγμα της ναζιστικής Γερμανίας όπως το χαρακτηριστικό παράδειγμα της Γουατεμάλας, όπου τα πειράματα γινόντουσαν την εποχή της δίκης των γιατρών στη Νυρεμβέργη. Επίσης στο Νίγηρα με τους εμβολιασμούς παιδιών. Καθεστώτα, όπως της ναζιστικής Γερμανίας ευνοούν την ανάπτυξη συμπεριφορών πιο απάνθρωπων. Συγκεκριμένες ηθικο-οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες προσφέρουν τη δυνατότητα να αγνοήσουμε τον άνθρωπο.

Ο ολοκληρωτισμός δεν είναι τελικά προνόμιο μόνο του ναζισμού. Παραδείγματα πολιτισμικού, βιολογικού, οικονομικού ολοκληρωτισμού μπορεί κανίς να βρει και μακρά από την απόλυτη φρίκη του Χιτλερικού καθεστώτος στα παραδείγματα του σταλινικού καθεστώτος, στην εξόντωση των Αβοριγίνων στην Αυστραλία, στη γενοκτονία της Ρουάντας κ.α.

Στη Σουηδία μέχρι και τη δεκαετία του 60 η στείρωση ήταν μια πολύ διαδεδομένη πρακτική Έχει σημασία να διερευνηθεί πώς προέκυψε το συγκεκριμένο φαινόμενο και πώς ενισχύθηκε. Επίσης αξίζει να σχολιασθεί πως μπορεί να επικρατεί η άρρητη κοινωνική βεβαιότητα που καλλιεργείται ότι ο γιατρός αγαπάει τον άνθρωπο, ενώ η αλήθεια είναι ότι συνήθως ενδιαφέρεται για την επιστήμη του και την καριέρα του, βάζοντας στην άκρη τον άνθρωπο. Ο απλός κόσμος και η κοινή γνώμη “παραδίδεται” και δείχνει τυφλή εμπιστοσύνη στον υποτιθέμενο “ανθρωπιστικό” ρόλο του γιατρού, αδυνατώντας έτσι να αντιληφθεί τα εγκλήματα που ο γιατρός διαπράττει, π.χ. χρησιμοποιώντας πειραματόζωα-υπανθρώπους σε κορυφαίες εκφάνσεις του φαινομένου, όπως αυτή που προβάλει το ντοκιμαντέρ.

Ο ναζισμός, συνεχίζει η ίδια συμμετέχουσα, προσέφερε ένα ιδεολογικό πλαίσιο που δικαίωσε αυτή την ήδη υπάρχουσα κλίση ενός μεγάλου κομματιού της ιατρικής, που λειτουργεί με τη λογική ότι είναι σημαντικό να βρεις τρόπους να νικήσεις μια ασθένεια, χρησιμοποιώντας για την έρευνά σου κάποια όντα “ανάξια να ζουν”. Η ασθένεια, λοιπόν, αντιμετωπίζεται ως μια κακή οντότητα αυτοδύναμη ως προς το φορέα της, η οποία πρέπει να νικηθεί. Αυτή η νίκη χαρακτηρίζεται, έτσι, μια καλή πράξη για την ανθρωπότητα, ακόμα και αν ο φορέας της υποφέρει περισσότερο από τη “θεραπεία” ή την “έρευνα για τη θεραπεία”, παρά από την ίδια την ασθένεια. Στις ακραίες περιπτώσεις ο φορέας εξοντώνεται στο βωμό της επιστημονικής προόδου “του γιατρού που αγαπάει τον άνθρωπο”.

Αν και το κάπνισμα γνωρίζουμε ότι βλάπτει το κίνητρο για τις αντικαπνιστικές καμπάνιες ήταν, τουλάχιστον στις ΗΠΑ κυρίως οικονομικό: Γιατί να πληρώνω τον άλλο που καπνίζει; Το κόστος της περίθαλψης καθορίζει και τις πολιτικές της υγείας

Γενικά ο προβληματισμός φαίνεται να εστιάστηκε στο ζήτημα της ατομικής ευθύνης και ενοχής, στο ρόλο της επιστήμης αλλά και στην αγωνία μας πώς μια κοινωνία μεταμορφώνεται ή, όπως θίχθηκε, κάτω από ποιες διεργασίες ωθείται μια προϋπάρχουσα κατάσταση, ήδη στρεβλή, σε αυτή τη μεταμόρφωση. Οι τεχνικές λύσεις (ευγονική, φάρμακα, γενετική κ.α.) είναι λιγότερο κοπιαστικές από τη συγκρότηση ανθρώπινων σχέσεων όταν αυτά προϋποθέτουν την αποδοχή της διαφορετικότητας.