Οι κομμουνιστικές σούπες.

.Στο 21ο τεύχος (Οκτώβριος 2012) του περιοδικού Ευτοπία διαβάσαμε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο για τις “κομμουνιστικές σούπες”. Ένα παράδειγμα συλλογικής κουζίνας κατά τη διάρκεια των απεργιών στη Γαλλία του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα. Το αναδημοσιεύουμε παρακάτω.

.

Το ιστορικό πλαίσιο

Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και την πρώτη του 20ου ένα απεργιακό κύμα σάρωσε τη Γαλλία. Το εργατικό κίνημα είχε καταφέρει να συνέλθει από την καταστολή και την τρομοκρατία που είχαν ακολουθήσει την ήττα της Κομμούνας. Η σταθεροποίηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και η απομάκρυνση του κινδύνου μίας συντηρητικής και μοναρχικής παλινόρθωσης έκαναν τους ιθύνοντες της εποχής περισσότερο ανεκτικούς απέναντι στις εργατικές κινητοποιήσεις. Έτσι, ο νόμος που από το 1791 απαγόρευε στους εργάτες να ενωθούν σε συνδικάτα καταργήθηκε το 1884. Η νομιμοποίησης των συνδικάτων έδωσε νέα ώθηση στους απεργιακούς αγώνες. Παράλληλα την εποχή εκείνη σχηματίστηκε ένα εύρωστο αριθμητικά βιομηχανικό προλεταριάτο το οποίο διεκδικούσε τους δικούς του όρους στην οικονομική ζωή. Έως τότε το κυρίαρχο μοντέλο ήταν εκείνο του χωρικού-εργάτη, ο οποίος συνδύαζε αγροτικές και βιομηχανικές ασχολίες και διέμενε στην ύπαιθρο μετακινούμενος όταν το εργοστάσιο είχε δουλειά. Χάρη όμως στη σταθεροποίηση της εσωτερικής αγοράς και τον σιδηρόδρομο που επέτρεπε γρήγορη ροή αγαθών, η ζήτηση για βιομηχανικά προϊόντα και άρα εργατικά χέρια μόνιμης απασχόλησης αυξήθηκε. Ο εργάτης εγκαταλείπει λοιπόν οριστικά το χωριό και εγκαθίσταται σε μικρά ή μεγάλα αστικά κέντρα γύρω από το εργοστάσιο. Η εξέλιξη αυτή βοήθησε βέβαια την εργοδοσία, η οποία ήταν πλέον σε θέση να ξεδιπλώσει στρατηγικές διαχείρισης του εργατικού δυναμικού, παρακάμπτοντας τις αντιστάσεις που προέρχονταν από τη δυνατότητα που είχε παλαιότερα ο χωρικός-εργάτης να μην εξαρτάται αποκλειστικά από το εργοστάσιο για την επιβίωσή του. Από την άλλη πλευρά όμως βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα προλεταριάτο το οποίο κουβαλούσε ακόμη στις αποσκευές του την ανάμνηση των συλλογικών πρακτικών της κοινότητας και της σχετικής αυτονομίας της αγροτικής ζωής, με αποτέλεσμα να αρνείται να αποδεχθεί τη νέα του ταυτότητα και να εξεγείρεται συχνά. Εξίσου δυσαρεστημένοι ήταν και οι ειδικευμένοι τεχνίτες τους οποίους η μηχανοποίηση μετέτρεψε σε ανειδίκευτους εργάτες. Πέρα λοιπόν από τα επιμέρους αιτήματα που αποτελούσαν πάντα την αφορμή, ήταν το γενικότερο κλίμα αντίστασης στον καινούργιο κόσμο της συγκέντρωσης και της εκμηχάνισης που έβγαζε τους εργάτες στο δρόμο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι εκείνον τον καιρό άρχισε να επανεμφανίζεται το αίτημα του εργατικού ελέγχου. Σε αρκετές περιπτώσεις, όπως σε αυτή των υαλοποιιών του Albi, η δημιουργία συνεταιρισμών αποτέλεσε την εργατική λύση στην απεργία, κυρίως στα μικρά εργοστάσια, όπου τα αντιβιομηχανικά χαρακτηριστικά ήταν εντονότερα.

Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό αυτών των απεργιών ήταν ότι διαρκούσαν αρκετό χρόνο. Η μέση διάρκειά τους έφτανε τις 15 μέρες περίπου. Εξαπλώθηκαν σχεδόν σε όλους τους κλάδους της βιομηχανικής παραγωγής και απέκτησαν μαζική συμμετοχή. Βέβαια η επιλογή να ξεκινήσει μία απεργία συνδέονταν πάντα με τις εκτιμήσεις για τη δυνατότητα αντοχής των απεργών και τις προοπτικές που είχαν να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες που προέκυπταν από την απώλεια αμοιβής. Παλαιότερα οι κινητοποιήσεις ξεκινούσαν όταν οι εργάτες μπορούσαν να καταφύγουν στην ύπαιθρο και να καλλιεργήσουν ένα κομμάτι γης για να αναπληρώσουν το χαμένο εισόδημα. Τώρα όμως που αυτές οι εναλλακτικές πηγές εξέλιπαν προβάλλονταν εντονότερα η ανάγκη συλλογικής διαχείρισης της ένδειας.

Κάτω από αυτό το πρίσμα οι απεργοί στράφηκαν προς τη λύση της; Διοργάνωσης συλλογικών γευμάτων που πήραν το όνομα Soupes Communistes (κουμμουνιστικές σούπες).Επρόκειτο για γεύματα που προετοιμάζονταν και καταναλώνονταν από τους ίδιους τους εργάτες με δική τους πρωτοβουλία. Ονομάστηκαν σούπες απλά γιατί αυτό ήταν το καθημερινό πιάτο των λαϊκών τάξεων της εποχής εκείνης. Ο προσδιορισμός «κομμουνιστικές» παρέπεμπε στον ομαδικό τους χαρακτήρα και όχι σε κάποια πολιτική τοποθέτηση. Βέβαια, συνδικάτα, εργατικά ταμεία και συνεταιρισμοί με αναφορές στον σοσιαλισμό και στον αναρχοσυνδικαλισμό συμμετείχαν ενεργά και από κοινού στην προετοιμασία τους. Ο πρωταρχικός όμως ρόλος ανήκε στους ίδιους τους απεργούς που ξεκινούσαν πάντα τη διαδικασία και οι οποίοι δεν είχαν συγκεκριμένη πολιτική ένταξη. Ας μην ξεχνάμε ότι την εποχή εκείνη η συνδικαλιστική δράση διατηρούσε μεγάλη αυτονομία από κόμματα. Ο κυριότερος πόλος αναφοράς των συνδικαλισμένων εργατών ήταν τα εργατικά ταμεία (Bourses de Travail) που συνέβαλαν πολύ στη διοργάνωση των γευμάτων. Επρόκειτο για λέσχες που είχαν ιδρυθεί ήδη απ’ τη δεκαετία του 1880 σε όλη την Γαλλία και οι οποίες απαρτίζονταν από εργάτες διαφορετικών κλάδων με κοινό σημείο αναφοράς τον τόπο εργασίας και ζωής. Σε αντίθεση δηλαδή με τις συνδικαλιστικές ενώσεις επιχειρησιακού ή κλαδικού χαρακτήρα, τα εργατικά ταμεία φιλοδοξούσαν να ενώσουν τους εργάτες μίας περιοχής οριζόντια, δημιουργώντας ένα κλίμα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας από τα κάτω, ανεξάρτητα από συντεχνιακά αιτήματα. Τα εργατικά ταμεία διακήρυτταν με περηφάνια την ανεξαρτησία τους από κάθε πολιτική οργάνωση και πρότασσαν τη γενική απεργία ως μέσο αγώνα για την κατάργηση της καπιταλιστικής συνθήκης και την οικειοποίηση των μέσων παραγωγής. Αποτέλεσαν τον προμαχώνα του επαναστατικού συνδικαλισμού και έδωσαν τον τόνο στις εργατικές κινητοποιήσεις έως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Αν και το προλεταριάτο δεν ακολούθησε τελικά το δρόμο που πρότειναν οι αναρχοσυνδικαλιστές. Η αντίληψη που είχαν αυτοί για την αυτονομία των εργατικών αγώνων βοήθησε τα μέγιστα στην τόνωση αυτοοργανωμένων κινήσεων αλληλεγγύης, όπως ήταν οι κομμουνιστικές σούπες. Οι σούπες εξαπλώθηκαν πολύ γρήγορα και αποτέλεσαν το απαραίτητο συμπλήρωμα σχεδόν κάθε κινητοποίησης. Ανθρακωρύχοι, σιδηροδρομικοί, εργάτες του τομέα της ένδυσης, λιμενεργάτες, υποδηματοποιοί, υαλουργοί, τόσος την επαρχία όσο και στο Παρίσι, υποστήριξαν τους αγώνες τους μέσω των συλλογικών γευμάτων. Η πρακτική αυτή εφαρμόστηκε ακόμη και από τους υπαλλήλους εμπορικών κέντρων της πρωτεύουσας, κατά τη διάρκεια της απεργίας του 1906, ενώ εξήχθη και στο γειτονικό Βέλγιο.

Η προετοιμασία και η διοργάνωση ενός συλλογικού γεύματος έθετε πολλά πρακτικά ζητήματα που απασχολούσαν τους εργάτες. Καταρχήν έπρεπε να βρεθεί ο κατάλληλος χώρος που θα μπορούσε να φιλοξενήσει το μαγείρεμα αλλά και την κατανάλωση φαγητού από εκατοντάδες απεργούς και τις οικογένειές τους. Η προμήθεια σκευών που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για να ετοιμασθούν οι κατάλληλες ποσότητες φαγητού ήταν επίσης μία υπόθεση όχι απλή. Τέλος το σημαντικότερο θέμα ήταν η αναζήτηση χρημάτων ή τροφίμων ώστε να λειτουργήσουν τα γεύματα. Όπως θα δούμε, όλα αυτά τα ζητήματα, αν και πρακτικά, αναδείκνυαν τις πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις του συλλογικού γεύματος. Οι απεργοί προσπαθούσαν δηλαδή να τα λύσουν με τρόπο που να ταιριάζει στις πεποιθήσεις και τις επιδιώξεις τους.

Τα συλλογικά γεύματα είναι δημόσια. Η επιλογή του χώρου διεξαγωγής τους έχει επομένως τεράστια σημασία γιατί με αυτόν τον τρόπο ο αγώνας των εργατών γίνεται ορατός και στα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας, μπαίνει στις καθημερινές συζητήσεις των κατοίκων, απασχολεί τις σελίδες του τοπικού τύπου, ο οποίος εκείνη την εποχή γνωρίζει πρωτοφανή άνθηση. Το κοινωνικό ζήτημα κυριαρχεί, όχι μόνο στις θεωρητικές συζητήσεις φιλοσόφων και στο κοινοβούλιο, αλλά στην καθημερινή πραγματικότητα των πολιτών.

Κατά τη διάρκεια της απεργίας στο Argenteuil για παράδειγμα, οι εργάτες είχαν εγκαταστήσει τα συλλογικά γεύματα σε ένα χωράφι δίπλα από ένα καφενείο, στη μέση του δρόμου μεταξύ της πόλης και ενός γειτονικού χωριού. Στην είσοδο ήταν στημένες δύο τεράστιες κόκκινες σημαίες. Τα τραπέζια ήταν εγκατεστημένα στο ύπαιθρο και οι απεργοί έτρωγαν φορώντας ένα κόκκινο σκουφί, ένδυμα των Αβράκωτων που αποτελούσαν την ριζοσπαστική και εξισωτική τάση της Γαλλικής επανάστασης. Ανάμεσα στα γεύματα τραγουδούσαν τον ύμνο της Διεθνούς και δήλωναν ανοιχτά στους δημοσιογράφους ότι ήταν αποφασισμένοι να υπερασπιστούν την κόκκινη σημαία.

Είναι προφανές ότι μέσω αυτών ων συμβόλων οι απεργοί φανέρωναν τον πολιτικό προσανατολισμό που αναπόφευκτα έπαιρναν τα συλλογικό γεύματα. Επιπλέον αναγνώριζαν ότι αποτελούσαν κομμάτι ενός επαναστατικού κινήματος που είχε ξεκινήσεις εδώ και καιρό. Ενσωμάτωναν δηλαδή το οπλοστάσιό τους τις αγωνιστικές παραδόσεις του παρελθόντος. Οι απεργοί είχαν πλήρη συνείδηση ότι εκείνη την ώρα, εκτός από την κάλυψη των διατροφικών τους αναγκών, πάλευαν και για την κοινωνική αλλαγή. Έτσι τα γεύματα έδιναν την ευκαιρία να διατυπωθεί δημόσια, και μάλιστα στις πόλεις της συντηρητικής επαρχίας, το αίτημα για την κόκκινη (κοινωνική) δημοκρατία, που λίγα χρόνια νωρίτερα είχε πνιγεί στο αίμα κατά τη διάρκεια της Κομμούνας (1871). Επρόκειτο για μία κίνηση αρκετά τολμηρή, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του την καταστολή που ακολούθησε την ήττα της Κομμούνας. Το εργατικό κίνημα της περιόδου 1890-1914 δεν περιορίσθηκε λοιπόν στις επιμέρους διεκδικήσεις, που αποτελούσαν πάντα αφορμή για την έναρξη μίας απεργίας, αλλά έθετε με σαφή τρόπο το ζήτημα του κοινωνικού μετασχηματισμού. Αυτό ανησύχησε την αστική τάξη, η οποία μέσω του επαρχιακού τύπου επιχείρησε συχνά να αμαυρώσει τα συλλογικά γεύματα. Έτσι οι συντηρητικές εφημερίδες του Argenteuil εμφάνιζαν μέσα από τις σελίδες τούς τους απεργούς ως αλήτες που κατασκήνωναν στην ύπαιθρο και περνούσαν τις ώρες τους χλευάζοντας και πετώντας πέτρες στους περαστικούς. Ζητήθηκε μάλιστα η συνδρομή της αστυνομίας ώστε να λήξει αυτή η κατάσταση.

Ο ρόλος των γευμάτων ήταν σημαντικός και κατά τη διάρκεια της απεργίας των υποδηματοποιών στο fougeres (1905-1906). Η απεργία ξεκίνησε όταν οι εργοδότες αρνήθηκαν να καταβάλουν τις αμοιβές που είχαν συμφωνηθεί με τα συνδικάτα. Η απάντηση των εργατών ήταν συλλογική και η δουλειά σταμάτησε αμέσως. Καθώς όμως ο χειμώνας πλησίαζε, η ανάγκη για υλική στήριξη των εργατών ήταν άμεση. Το θέμα της τροφής ήταν επείγον, πόσο μάλλον όταν ολόκληρες οικογένειες εξαρτιόνταν από τους απεργούς. Στην αρχή εκδηλώθηκε μία μορφή αλληλεγγύης στα πλαίσια της κοινότητας. Οι απεργοί παρήλαυναν κάθε μέρα στους δρόμους της πόλης μαζί με τα παιδιά τους. Ανέμιζαν κόκκινες σημαίες, τραγουδούσαν τη Διεθνή και φώναζαν συνθήματα εναντίον των εργοδοτών, παίρνοντας θάρρος ο ένας από τον άλλον. Με αυτόν τον τρόπο ο αγώνας τους έγινε γνωστός σε ολόκληρη την περιοχή. Όταν πολύ γρήγορα τέθηκε το ζήτημα διεξαγωγής συλλογικών γευμάτων, οι οικοδόμοι της πόλης, σε ένδειξη συμπαράστασης στην πάλη των υποδηματοποιών, ανέλαβαν αν χτίσουν ένα υπόστεγο όπου εγκαταστάθηκαν τεράστιες χύτρες. Έτσι, σε ένα χώρο σχετικά ζεστό, προστατευμένο από την βροχή, οι απεργοί και οι οικογένειές τους έπαιρναν δύο γεύματα την ημέρα.

Βέβαια η διοργάνωση ενός συλλογικού γεύματος προϋπέθετε και την ανάλογη προετοιμασία, η οποία ξεκινούσε πολύ πριν το ξέσπασμα μίας απεργίας. Ενώ αρχικά η σούπα ήταν η αυθόρμητη απάντηση των εργατών στην ανάγκη να αντιμετωπισθεί η στέρηση τροφής που επέφερε η παύση πληρωμής εξ’ αιτίας της απεργίας, σιγά σιγά και όσο οι αγώνες επαναλαμβάνονταν και έμπαιναν στην κανονικότητα της εργατικής ζωής, γινόταν φανερή η απαίτηση  για τη διενέργεια της κατάλληλης προπαρασκευής ώστε τα συλλογικά γεύματα να ξεκινούν άμεσα και να γίνουν αποτελεσματικότερα. Το πρώτο βήμα ήταν η αγορά των σκευών που θα χρησίμευαν για να ετοιμασθούν χιλιάδες μερίδες τη φορά. Κομβικός υπήρξε ο ρόλος των Εργατικών Ταμείων, τα οποία ανέλαβαν αυτό το έργο, κάτι που επικυρώθηκε και από το συνέδριό τους το 1908. Αποφασίσθηκε μάλιστα να υπάρξει συνεννόηση των κατά τόπους ταμείων ώστε τα σκεύη να αγορασθούν από κοινού για λόγους οικονομίας. Επρόκειτο για τεράστιες χύτρες με χωρητικότητα από 75 έως 130 λίτρα, κάτι που έδινε τη δυνατότητα να ετοιμασθούν από 150 έως 300 μερίδες φαγητού. Οι χύτρες αυτές αποθηκεύτηκαν σε χώρους που νοίκιαζαν τα ταμεία. Και βρίσκονταν στη διάθεση όλων των συνδικάτων που θα ξεκινούσαν κινητοποιήσεις.

Βέβαια, το πιο ακανθώδες ζήτημα ήταν εκείνο της εύρεσης τροφίμων ώστε να λειτουργήσουν τα γεύματα. Ας μην ξεχνάμε ότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν αποταμιεύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν ίσως να στηρίξουν τις κινητοποιήσεις, καθώς οι μισθοί ήταν ήδη πενιχροί και αρκούσαν μόνο για την κάλυψη των τρεχουσών αναγκών. Τα όποια αποθέματα σε χρήμα ίσως είχε μία οικογένεια τελείωναν πολύ γρήγορα. Επιπλέον σε αρκετές περιοχές η εργοδοσία είχε εφαρμόσει πρακτικές χειραγώγησης των καταναλωτικών συνηθειών των εργατών. Αναλάμβανε η ίδια να προμηθεύει το προσωπικό της με τρόφιμα και ρούχα, αφαιρώντας βέβαια το κόστος τους από τον μισθό. Αυτό δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα σε όσους έρχονται σε ρήξη μαζί της. Τέλος η λύση της ζητιανιάς αποκλειόταν από την πλειονότητα των εργατών οι οποίοι ήταν αρκετά περήφανοι για να καταφύγουν σε αυτή.

Η προμήθεια των τροφίμων αποτελούσε συχνά το πεδίο εκδήλωσης της αλληλεγγύης ανάμεσα σε εργάτες διαφορετικών κλάδων αλλά και των κατοίκων μίας γεωγραφικής περιοχής. Χάρη στις εισφορές τους γινόταν δυνατή η παροχή γευμάτων σε χιλιάδες απεργούς. Στο Fougeres ομάδες εργατών είχαν αναλάβει να συλλέγουν τρόφιμα από τους εμπόρους, είτε σε χαμηλή τιμή, είτε με πίστωση. Ο ρόλος των μικροεμπόρων (μπακάληδων, μανάβηδων…) της γειτονιάς ήταν πολύ σημαντικός. Το 1899 στο Creusto και το 1905 στο Longwy οι έμποροι της περιοχής τροφοδοτούσαν δωρεάν τα συλλογικά γεύματα. Σε άλλες περιπτώσεις προσελάμβαναν τους απεργούς στα μαγαζιά τους ώστε εκείνοι να έχουν κάποιο εισόδημα. Συχνή ήταν και η συμβολή καταναλωτικών συνεταιρισμών. Κατά τη διάρκεια της απεργίας των χωματουργών στο Παρίσι το 1905 δόθηκε δωρεάν γάλα και ψωμί.

Η στάση αυτή των εμπόρων εξηγείται ευκολότερα αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του τις καταναλωτικές συμπεριφορές αλλά και την επαγγελματική νοοτροπία των εργατών της εποχής εκείνης. Συνηθισμένοι στις πολλαπλές και εναλλασσόμενες δραστηριότητες, οι εργάτες διέθεταν μία ευελιξία που τους επέτρεπε να συνδυάζουν απασχολήσεις και έτσι να επωφελούνται από την αλληλεγγύη της κοινότητας ώστε να συντηρηθούν. Δεν έμεναν δηλαδή προσκολλημένοι σε μία επαγγελματική ταυτότητα αλλά καταδέχονταν να καταπιαστούν με διαφορετικά πράγματα. Αυτό αποτελούσε κληρονομιά από το προηγούμενο παραγωγικό μοντέλο που είχε επικρατήσει έως το 1880, εκείνο του χωρικού-εργάτη ο οποίος συνδύαζε γεωργικές και βιομηχανικές απασχολήσεις. Επιπλέον οι καταστηματάρχες ήταν δυσαρεστημένοι επειδή οι εργάτες αγόραζαν, όπως είπαμε, αγαθά απευθείας από τους εργοδότες. Τροφοδοτώντας τις συλλογικές κουζίνες με χαμηλή τιμή και παρέχοντας πρόσκαιρη εργασία στους απεργούς, επαναπροσανατόλιζαν την ζήτηση προς την τοπική αγορά, έξω από τον έλεγχο των μεγάλων αφεντικών.

Ας μη ξεχνάμε επίσης ότι μεγάλος αριθμός εργατών προερχόταν από την ύπαιθρο και είχε ενσωματώσει στις καθημερινές του πρακτικές την ενασχόληση με την γη μέσω της οποίας διασφάλιζε μία σχετική αυτάρκεια σε τρόφιμα. Φθάνοντας στα μικρά και στα μεγάλα αστικά κέντρα οι εργάτες αυτοί εγκαταστάθηκαν συχνά σε σπίτια που τους είχε παραχωρήσει η εταιρεία. Αυτά διέθεταν και ένα μικρό κήπο όπου οι γυναίκες διατηρούσαν οικόσιτα ζώα, φρούτα και λαχανικά. Όλα αυτά συνέβαλλαν, στο μέτρο του δυνατού φυσικά, στην τροφοδοσία των γευμάτων.

Οι μαρτυρίες συμφωνούν ότι τα γεύματα αυτά ήταν καλοφτιαγμένα και ικανοποιητικά ως προς την ποιότητά τους. Στις τεράστιες χύτρες που είχαν αγορασθεί, οι γυναίκες έβραζαν συνήθως βοδινό κρέας, πατάτες, φασόλια και ρύζι. Έτσι κι αλλιώς η σούπα αυτή αποτελούσε και το συνηθέστερο γεύμα των λαϊκών τάξεων της εποχής εκείνης. Η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη και οι μαγείρισσες συναγωνίζονταν ποια θα καταφέρει να φτιάξει τη νοστιμότερη σούπα. Πολλοί απεργοί μάλιστα ομολογούσαν ότι έτρωγαν καλύτερα από ό,τι όταν είχαν δουλειά και γευμάτιζαν σπίτι τους. Σε αντίθεση με τις φιλανθρωπικές οργανώσεις των οποίων τα γεύματα ήταν λιτά και περιείχαν την ελάχιστη δυνατή σύνθεση που επέτρεπε στους άπορους απλώς να επιβιώνουν, οι συλλογικές σούπες θύμιζαν γιορτή και το φαγητό ήταν ανάλογο. Οι καρτ ποστάλ της εποχής έχουν αποθανατίσει τους απεργούς και τις οικογένειές τους να φορούν τα καλά τους ρούχα και να ποζάρουν με περηφάνια και αποφασιστικότητα μπροστά από τις χύτρες. Ο ενθουσιασμός ήταν τέτοιος ώστε συχνά αγνοούνταν τυπικά και διατροφικοί καταναγκασμοί που είχαν επιβληθεί από θεσμούς όπως η εκκλησία. Όταν κατά τη διάρκεια μίας απεργίας στο Mazamet  προτάθηκε να προσφέρεται ψάρι την Παρασκευή, ώστε να μην θιγούν οι συνήθειες των καθολικών εργατών αλλά και να μην δυσφημιστούν τα γεύματα στην υπόλοιπη κοινότητα, πολλές εργάτριες, αν και πιστές, διαμαρτυρήθηκαν προβάλλοντας το επιχείρημα ότι τον καιρό των κινητοποιήσεων τα γεύματα πρέπει να είναι πλούσια ώστε οι αντοχές να αυξάνονται.

 .

Η χρησιμότητα των γευμάτων

Το πρόβλημα της επιβίωσης των εργατών κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων, ιδίως όταν εκτείνονται χρονικά, τίθεται εκ των πραγμάτων. Η αντοχή στις στερήσεις ήταν βασική παράμετρος για να πετύχει ένας αγώνας. Η παύση πληρωμής του μισθού που αναπόφευκτα συνόδευε την παύση της εργασίας έφερνε σε πολύ δύσκολη οικονομική θέση τους απεργούς, κυρίως ως προς την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των οικογενειών τους. Επομένως η πρωταρχική λειτουργία των συλλογικών γευμάτων ήταν να υπερνικήσουν την αντικειμενική δυσκολία της πείνας ώστε να υπάρχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιμήκυνσης και άρα επιτυχίας του αγώνα.

Με αυτό το σκεπτικό, η συλλογική κουζίνα γίνεται μέσο δράσης ώστε να αντισταθεί η εργατική τάξη στις εργοδοτικές αυθαιρεσίες, κάτι που συνειδητοποιούσαν πλήρως οι πιο μάχιμοι απεργοί, εκείνοι που τα αφεντικά αποκαλούσαν «υποκινητές», και οι οποίο παρότρυναν τους υπόλοιπους σε συλλογικές δράσεις. Οι περισσότεροι από αυτούς ανήκαν στους αναρχοσυνδικαλιστικούς κύκλους και θεωρούσαν την απεργία ως το αναγκαίο μέσο πάλης και διεκδίκησης στο οποίο έπρεπε να δοθεί δυναμικός χαρακτήρας. Επιζητούσαν η απεργία να διεξάγεται με ζωηράδα, καλή θέληση και ενεργητικότητα. Η σούπα εξυπηρετούσε αυτόν τον σκοπό καθώς μετέτρεπε τον αγώνα από μία κατάσταση δυσκολίας και ανέχειας σε μία κατάσταση ευφορίας που γεννάται από τη σταθερή συνάντηση και τη συνδημιουργία. Και είναι αλήθεια ότι πολλές απεργίες, με χαρακτηριστικότερη αυτή του Fougeres το 1906-1907, κράτησαν και πέτυχαν εντέλει γιατί υποστηρίζονταν από συλλογικά γεύματα.

Πέρα λοιπόν από μέσο αντιμετώπισης της πείνας και αναπλήρωσης σε είδος της απώλειας που επιφέρει ο χαμένος μισθός, τα συλλογικά γεύματα αποτελούσαν το πεδίο αποκρυστάλλωσης μίας κοινότητας αγώνα, πρακτικής εφαρμογής της αλληλοβοήθειας και άρα ενδυνάμωσης της ταξικής συνείδησης. Κατά τη διάρκεια τους αλλά και κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας που απαιτούσαν οι εργάτες έρχονταν κοντά ο ένας με τον άλλο. Δημιουργούσαν έναν κοινό τόπο, σε ένα πλαίσιο διαφορετικό από τους καταναγκασμούς που επέβαλλαν οι εργοδότες, συζητούσαν, μάθαιναν να οργανώνουν καλύτερα την πάλη τους και αποκτούσαν έτσι συνείδηση της κατάστασης τους και της κοινότητας στην οποία εν δυνάμει ανήκαν. Παράλληλα η συνύπαρξη των υποκειμένων του αγώνα έσπαζε την απομόνωση ωθώντας τους απεργούς να μην κλείνονται στο σπίτι τους ή στα καφενεία αλλά να βρίσκονται μαζί στον δημόσιο χώρο. Οι σχέσεις εμπιστοσύνης που προέκυπταν δημιουργούσαν κλίμα αισιοδοξίας για το τελικό αποτέλεσμα και παρακαταθήκες για μελλοντικές κινητοποιήσεις. Τα γεύματα βεβαίως δεν αποτελούσαν εγγύηση ποιότητας, σίγουρα όμως καθυστερούσαν τις λιποταξίες και επιμήκυναν τον αγώνα.

Επιπλέον, είχαν το πλεονέκτημα ότι απευθύνονταν σε ολόκληρη την οικογένεια του εργάτη. Αυτό είχε μεγάλη σημασία διότι μία σημαντική πτυχή για την επιτυχία της κινητοποίησης ήταν η αντοχή της οικογένειας στις στερήσεις που επέφερε η απεργία. Οι σύζυγοι των απεργών έπαιζαν καθοριστικό ρόλο. Ως υπεύθυνες για το νοικοκυριό και τη διατροφή των παιδιών, ήταν πιο ευαίσθητες στις οικονομικές δυσκολίες. Διαμαρτύρονταν επίσης ευκολότερα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται δικαιολογημένα μία δυσάρεστη κατάσταση στα σπίτια των απεργών, η οποία οδηγούσε αναπόφευκτα στην απόσυρση από τον αγώνα. Μέσω των συλλογικών γευμάτων έγινε προσπάθεια να αντιμετωπισθεί αυτό το πρόβλημα. Οι γυναίκες, είτε ως εργάτριες είτε ως σύζυγοι απεργών, συμμετείχαν ενεργά στην προετοιμασία των γευμάτων, προσπαθούσαν να τα κάνουν όσο το δυνατόν πιο νόστιμα ώστε να τονωθεί το ηθικό όλων. Γινόταν έτσι κατανοητό ότι η πείνα μπορεί να αντιμετωπισθεί συλλογικά, αλλά και ότι οι ίδιες οι γυναίκες αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι μίας ομαδικής προσπάθειας. Η κινητοποίηση έπαυε να είναι υπόθεση των αντρών (βέβαια σε αρκετούς κλάδους που η γυναικεία εργασία αποτελούσε τον κανόνα, ήταν οι ίδιες οι γυναίκες που έπαιρναν την πρωτοβουλία για απεργία και ανελάμβαναν μετά την πλαισίωσή της) και η οικογένεια έβγαινε στο προσκήνιο και γινόταν συμμέτοχη. Ένας ολόκληρος κύκλος ανθρώπων, ο οποίος εξαρτιόταν από τους εργάτες και τις εργάτριες και στον οποίον εκείνοι εντάσσονταν, υποστήριζε πλέον τις προσπάθειες. Αυτό διέλυε, στο μέτρο βέβαια του δυνατού, τους φόβους για το μέλλον και αντιπαρέθετε στην αναπόφευκτη μοναξιά του κλεισίματος στο σπίτι την άντληση ικανοποίησης και περηφάνιας από τη συμμετοχή σε ένα συλλογικό αγώνα.

Βέβαια υπήρχαν κομμάτια εργατών τα οποία παρέμεναν διστακτικά απέναντι στα συλλογικά γεύματα. Επρόκειτο κυρίως για ανθρώπους που αναζητούσαν ατομικές λύσεις στα προβλήματα επιβίωσης και δυσπιστούσαν απέναντι στις συλλογικές πρακτικές αλληλοβοήθειας. Επρόκειτο επίσης και για εργάτες οι οποίοι ανήκαν σε συνδικάτα που ήταν αρκετά ισχυρά ώστε να αποζημιώνουν τα μέλη τους που απεργούσαν. Αυτό συνέβαινε σπάνια στην αρχή. Όσο όμως πλησιάζουμε προς τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τα συνδικάτα, αν και διατηρούσαν την επαναστατική τους ρητορική, ισχυροποιούνται και προσπαθούν να ελέγξουν τις κινητοποιήσεις. Οι αποζημιώσεις προς τους απεργούς ήταν ένας από τους τρόπους νομιμοποίησή τους. Η συγκεντροποίηση όμως της αλληλεγγύης άφηνε ελάχιστο ζωτικό χώρο σε αυτοοργανωμένες πρωτοβουλίες, όπως εκείνη των συλλογικών γευμάτων.

 .

Επίλογος

Ένδοξη στιγμή της απεργιακής κινητοποίησης, τα συλλογικά γεύματα αποτελούν την υλική αποτύπωση του πνεύματος αλληλοβοήθειας ανάμεσα στους εργάτες. Γεννημένα από τη συνειδητοποίηση ότι η ένδεια μπορεί να αντιμετωπισθεί καλύτερα συλλογικά, μετατρέπονται σε μοχλούς αναζωογόνησης της κινητοποίησης, καθώς επιτρέπουν στους απεργούς να συνδιαμορφώνουν τους όρους διεξαγωγής του αγώνα. Διαπαιδαγωγούν τους εργάτες στην ιδέα ότι ανήκουν στην ίδια κοινότητα και παράλληλα τους παρέχουν το πεδίο ώστε να αναζητήσουν την αλληλεγγύη ευρύτερων κομματιών της τοπικής κοινωνίας. Είναι ένα από τα αποτελεσματικότερα μέσα επιμήκυνσης του αγώνα και καθώς προέρχονται από τα κάτω, φέρνου σε δύσκολη θέση τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, που αρκετές φορές ενθαρρύνουν τη λήξη της απεργίας μέσα από έναν αξιοπρεπή συμβιβασμό. Η ευρύτερη διάδοση της πρακτικής αυτής κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων που σημάδεψαν τις δεκαετίες πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο αποτελεί την ηχηρότερη απόδειξη της ανταπόκρισης που βρήκε από τα αγωνιζόμενα τμήματα της εργατικής τάξης.

Διονύσης Γιαννακόπουλος

 .

Ενδεικτική βιβλιογραφία

– Georges Yvetot: Solidarite, www.fondation-besnard.org/article.ph3?id_article=252.

– F. Marie: Les soupes communists (1912), www.pelloutier.net/dossiers/dossiers.php?id_doossier=50

– Camille Baillargeon: Soupes communists, soupes de grave, Analyse#60

– Stephane Sirot: La pauvrete comme une parenthese: Survivre en greve du 19 siecle a la seconde Guerre Mondiale, http://chrhc.revues.org/index425.ht

– Gerand Noiriel: Les ouvriers dans la societe francaise, Paris 1986