Καρκινικά κύταρρα και κοινωνικές μεταστάσεις. Παρέμβαση στο νοσοκομείο “Άγ. Ανάργυροι”.
Την Δευτέρα που μας πέρασε, κάμποσες ημέρες αργότερα από το περιστατικό, ο διοικητής δεν είχε κανένα ηθικό πρόβλημα να επιβεβαιώσει και δημόσια μπροστά μας ότι κάλεσε τους μπάτσους αγγίζοντας όμως και τα όρια του χυδαίου μιλώντας για “ζήτημα ασφάλειας” που θα μπορούσε να δημιουργηθεί, όπως συμβαίνει συχνά με μετανάστες που έρχονται στο νοσοκομείο. Δίπλα του θα μπορούσαμε να βάλουμε και το ειρωνικό χαμόγελο (και το κατέβασμα των κειμένων μας από τους πίνακες αναρτήσεων) της προϊσταμένης των εξωτερικών ιατρείων του νοσοκομείου, μαζί με την πιπιλισμένη φράση ότι «τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα λέτε».
Το επίδικο γι’ αυτήν, για κάποιους κυρίους του λογιστηρίου και για κάποιους ακόμα που «δε γνωρίζουμε κάτι, δε συμβαίνουν αυτά στο νοσοκομείο μας», ήταν ότι από τα πέντε χιλιάδες ευρώ που τιμολογήθηκε η επέμβαση, η μετανάστρια κατέβαλε κάπου τα μισά και «χρωστάει άλλα τόσα στο δημόσιο, βάσει του νόμου». Όλη αυτή η συνομοταξία, με αυτούς που συναντήσαμε και αυτούς που δεν συναντήσαμε, ευθυγραμμισμένη με την τεχνοκρατική αντίληψη του διοικητή Μπαρτζώκα, είμαστε σίγουροι τι στάση θα έχει σε μία περίπτωση ανασφάλιστου (ή και ασφαλισμένου πλέον) που δεν θα έχει να πληρώσει για την εξέταση ή τη νοσηλεία του. Είναι η υλική έκφραση της αντίληψης ότι το σύστημα υγείας δεν καλείται ντε και καλά να θεραπεύει, αλλά καμιά φορά μπορεί και να αστυνομεύει.
Το πιο όμορφο, όμως, που συναντήσαμε στο νοσοκομείο ήταν οι μοριακές αντιστάσεις κάποιων υγειονομικών, η ανάγκη κάποιων άλλων για «να σπάσει επιτέλους η σιωπή εδώ πέρα που είμαστε, μακριά από τα πάντα». Τα χαμόγελα που έσκαγαν, το-όλο-νόημα κούνημα του κεφαλιού, τα βιώματά τους που μοιράστηκαν μαζί μας, ο τσαμπουκάς που επέδειξαν κάποιοι από αυτούς ώστε η μετανάστρια να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο και να μην παραμείνει δέσμια της αστυνομίας από την πρώτη κιόλας ημέρα που έγινε εισαγωγή. Βλέπετε ο διοικητής είχε προλάβει να ενημερωθεί και να ενημερώσει από την πρώτη στιγμή την αστυνομία.
Τελευταία εικόνα που μας προκάλεσε και γέλιο είναι ο διοικητής, ο διοικητικός διευθυντής και τα σεκιούριτι να έχουν στηθεί μπροστά από ένα σύνθημα (με μαρκαδόρο) στην είσοδο που έλεγε «ξεφτίλα, ρουφιάνε, Μπαρτζώκα» και να επιβλέπουν το σβήσιμό του από το συνεργείο καθαρισμού.
Όλα τα παραπάνω τα είδαμε, τα ακούσαμε και τα νιώσαμε στην παρέμβαση που έγινε το πρωί της Δευτέρας 10 Δεκέμβρη ύστερα από πρωτοβουλία του «κοινωνικού χώρου για την υγεία». Την κίνηση την πλαισίωσαν άτομα από τις λαϊκές συνελεύσεις του Περιστερίου και του Ελληνικού, από το “δυτικό πέρασμα” και άλλοι μεμονωμένοι αγωνιστές και είμαστε σίγουροι ότι θα αποτελέσει την απαρχή μίας δικτύωσης για παρεμβάσεις πάνω σε θέματα υγείας.
Στην κουβεντούλα με τον ξεφτιλισμένο διοικητή φροντίσαμε να κάνουμε σαφές ότι τέτοιες πρακτικές δεν υπάρχει καμία περίπτωση να γίνουν ανεκτές. Στην κυκλοφορία μας στους διαδρόμους του νοσοκομείου είδαμε την ομοιομορφία να διαταράσσεται, στις συζητήσεις μας με τους υγειονομικούς είδαμε ισορροπίες να διαρρηγνύονται. Θα επανέλθουμε σύντομα.
Παρακάτω είναι το κείμενο το οποίο μοιράσαμε στην παρέμβαση:
.
Καρκινικά κύτταρα και κοινωνικές μεταστάσεις
«Μετανάστρια καρκινοπαθής διακομίστηκε από το Νοσοκομείο Μεταξά για να υποβληθεί σε μια επείγουσα προεγχειρητική διάγνωση στην ορθοπεδική κλινική του Νοσοκομείου «Αγ. Ανάργυροι». Ενώ, οι συγγενείς κατέβαλαν όλο το ποσό των νοσηλίων της ασθενούς λόγω έλλειψης κοινωνικής ασφάλισης, ο Διοικητής του Νοσοκομείου, Δ. Μπαρτζώκας, κατήγγειλε την καρκινοπαθή στο Τμήμα Ασφάλειας της Κηφισιάς διότι δεν είχε νομιμοποιητικά έγγραφα παραμονής στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα αυτής της απάνθρωπης πρωτοβουλίας ήταν η αστυνομική περιφρούρηση της ασθενούς κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της και η απέλαση της μετά την αποθεραπεία της»
Από δημοσιεύματα του τύπου στις 26 Νοεμβρίου 2012
Στη σημερινή εποχή της πιο βαθιάς και παγκοσμιοποιημένης κρίσης που γνώρισε ο καπιταλισμός, γίνεται πια φανερό ότι «κάτι σάπιο υπήρχε από παλιά στο βασίλειο της Δανιμαρκίας». Γιατί ο στενός συνεργάτης του κυρίου Λοβέρδου, πιστός στο δόγμα μιας υγείας που αξιολογεί το ισοζύγιο κόστους-οφέλους ως πιο σημαντικό από την ανθρώπινη ζωή, επικαλέστηκε εγκυκλίους των Α. Παπαδόπουλου (2000) και Α. Λοβέρδου (2011) οι οποίες καλούσαν τους γιατρούς να μετατραπούν σε καταδότες και ανθρωποφύλακες. Οι εγκύκλιοι αυτές ακυρώθηκαν τότε στην πράξη, έρχεται όμως σήμερα, μεσούντος ακραίου νεοφιλελευθερισμού, ο εν λόγω διοικητής να πλειοδοτήσει σε αυτό που εδώ και χρόνια επιχειρείται. Η διάλυση του δημόσιου συστήματος περίθαλψης και η υπαγωγή του σε ένα μοντέλο έχει ξεκινήσει από χρόνια. Η κατάρρευση του είναι πλέον σε εφαρμογή. Ο συγκεκριμένος κατάπτυστος το πάει και ένα βήμα παραπέρα, επισημαίνοντας πως για να ζήσεις, πρέπει όχι μόνο να έχεις, αλλά να είσαι και «νόμιμος».
Σε ένα σύστημα που επιδιώκει με κάθε τρόπο να περιορίσει τα κόστη, όπου το χρήμα είναι Θεός και άρα το Χρέος αποτελεί το σατανικό του ισοδύναμο, η ανθρώπινη ζωή θα απαξιώνεται όλο και πιο πολύ. “Χωρίς χαρτιά” θα σημαίνει παράνομος, χωρίς ένσημα θα σημαίνει ανασφάλιστος, χωρίς δυνατότητα να καταναλώσεις θα καθίστασαι περιττός.
Η κρίση γεννάει φόβο, ατομισμό και κοινωνικό κανιβαλισμό. Παράλληλα με μία τάση συντηρητικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, παρακολουθούμε και μία προσπάθεια να εγκαθιδρυθεί μια νέα ηθική αποκλεισμού στα νοσοκομεία. Το δηλώνουμε, όμως, ρητά και απόλυτα: θα μας βρει απέναντι της. Είναι σαφές για μας πως ο διοικητής του αντικαρκινικού νοσοκομείου, έχοντας συμμετάσχει αρκετές φορές στις επιτροπές κοστολογήσεων πολυάριθμων ιατρικών πράξεων του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας, δεν αποτελεί παρά την τεχνοκρατική όψη της επιχειρουμένης εξαίρεσης όλο και μεγαλύτερων πληθυσμιακών ομάδων από ένα δημόσιο σύστημα φροντίδας και περίθαλψης. Γιατί, αν και η ασθενής δεν απελάθηκε και συνεχίζει τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο Μεταξά, όσο η κρίση βαθαίνει, τόσο θα αναζητούνται τεχνικές λύσεις για ανθρώπινα προβλήματα και η ιατρική κοινότητα θα καλείται να πάρει πιο πειστικά θέση για το αν συντάσσεται με τον άνθρωπο ή τους αριθμούς. Πολύ περισσότερο δε, καλούμαστε να πάρουμε θέση απέναντι σε ορατές και αόρατες πρακτικές αστυνόμευσης και αποκλεισμού, όπως αυτές που ζητάει ο κάθε Μπαρτζώκας.
Είμαστε εδώ, λοιπόν, όχι μόνο γιατί αντιλαμβανόμαστε ως αυτονόητο το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου σε μια ισότιμη περίθαλψη και νοσηλεία, ανεξάρτητα από τα ιδεολογήματα περί νόμιμου. Πολύ περισσότερο είμαστε εδώ γιατί, είτε εργαζόμαστε στο χώρο της υγείας είτε όχι, έχουμε ευθύνη να μη σιωπήσουμε. Είμαστε εδώ για να καλέσουμε τους εργαζόμενους του νοσοκομείου να μην αποδέχονται την αυταρχική λογική του διοικητή τους, να υπενθυμίσουμε πως ο κίνδυνος μίας ιατρικής που αστυνομεύει, φρουρεί και αποκλείει είναι παρών. Είμαστε εδώ γιατί κανείς μας δεν είναι σίγουρος αν στο μέλλον θα είναι κάποιος από εμάς “λαθραίος” ή αν θα έχουμε τη δυνατότητα να συγκεντρώσουμε τα “απαραίτητα χαρτιά” ή το αναγκαίο ποσό για μια ευπρεπή νοσηλεία. Είμαστε εδώ ως εν δυνάμει καρκινοπαθείς ή συγγενείς καρκινοπαθών για να μιλήσουμε για τη θεραπεία ως μια χειραφετητική διαδικασία σε πείσμα των λογιστών της υγείας. Είμαστε, τέλος, εδώ γιατί μπορεί το νοσοκομείο να βρίσκεται μακριά από τον πολεοδομικό ιστό της μητρόπολης και η πρόσβαση σε αυτό δυσχερής, η πραγματικότητα όμως της αστυνόμευσης και του αποκλεισμού είναι δίπλα μας. Αντιλαμβανόμενοι την υγεία μας όχι ως ένα απλό βιοιατρικό δεδομένο, θεωρούμε τις ίδιες τις εντολές του διοικητή του νοσοκομείου καρκινικά κύτταρα και τις πρακτικές του μεταστάσεις αποκλεισμού και θανάτου, σε ιδεολογική -και ίσως όχι μόνο- συνάφεια με τη νεοναζιστική ρητορική.